Κεντρική σελίδα

 

 

 

Μηνύματα

 

 

 

Αλληλογραφία

 

 

 

Τα πιστεύω μας

 

 

 

Αιτήματα

 

 

 

Προσευχές

 

 

 

Γράψτε μας

 

 

 

Το περιοδικό

 

 



Η γυναίκα μου ήταν άρρωστη και οι γιατροί που την εξέτασαν μου είπαν με μεγάλη ειλικρίνεια από τι έπασχε: «Δεν χρειάζεται να στο κρύψουμε. Δο­κιμάσαμε τα πάντα αλλά χωρίς αποτέ­λεσμα. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να απαλύνουμε τον πόνο της.»

Απελπίστηκα. Τι θα έκανα; Ένας από τους για­τρούς, μου είχε αναφέρει την περίπτωση μιας γυναίκας που υπέφερε τα ίδια για 28 χρόνια, από το κρεβάτι στην καρέκλα και από την καρέκλα στο κρεβάτι - αυτή δεν θα ήταν ζωή για τη γυναίκα μου. Η γυναίκα μου, όμως, δεν τα έβαλε κάτω. Ήθελε να θεραπευτεί.

Ο κουνιάδος μου είχε κι αυτός αρρωστήσει και στη δική του περίπτωση οι γιατροί είχαν εγκαταλεί­ψει κάθε ελπίδα. Ήταν 28 ετών, στο άνθος της ηλικίας του, και περνούσε τις νύχτες ξάγρυπνος με πολλούς πόνους. Τρομεροί πόνοι τον τάραζαν από το πρωί μέχρι το βράδυ οι οποίοι και γίνονταν αβάσταχτοι όταν βράδιαζε.

Οι γιατροί δοκίμασαν να μου περιγράψουν τη φύση της ασθένειας του χρησιμοποιώντας στην αρχή ιατρικούς όρους που δεν μπορούσα να καταλάβω. Μετά μου είπαν πολύ ξεκάθαρα ότι είχε πολύ «φωσφόρο» στα κόκαλα του και γι' αυτό τον λόγο μερικοί από τους σπόνδυλους του είχαν κολλήσει. Του έκαναν θεραπεία με ακτίνες «Χ» για να περιορίσουν την αρρώστια.

Αυτές, όμως, οι ακτίνες έκαψαν το νωτιαίο μυελό στο μέρος που έβαζαν τις ακτίνες. Με άλλα λόγια η θεραπεία ήταν χειρότερη από την αρρώστια. Ξαφνικά, όμως, θεραπεύτηκε! Ανεξήγητα θεραπεύτηκε, όχι αργά-αργά, όχι σταδιακά, αλλά εντελώς στιγμιαία θεραπεύτηκε απροσδόκητα. Οι γείτονες, οι φίλοι και όλοι αυτοί που είχαν δείξει συμπάθεια στον πόνο του μίλησαν ανοιχτά για ένα θαύμα: «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ο Θεός τον θεράπευ­σε!»

Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Απ’ όπου κατάγομαι οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι η θρησκεία είναι ένα μίγμα δεισιδαιμονίας και παράδοσης. Η πί­στη των προγόνων μας «νέρωσε» από πατέρα σε γιο διαμέσου των αιώνων.

Όταν μετανάστευσα στη Γαλλία όπως πολλοί συμπατριώτες μου, η μόνη μου επιθυμία ήταν να γίνω πλούσιος και να περάσω καλά τη ζωή μου. Τώρα στην ηλικία των 36 ετών γεμάτος από υγεία και ζωντάνια έβλεπα τα αγαπημένα μου πρόσωπα να υποφέρουν γύρω μου. Γιατί;

Και τότε εντελώς ξαφνικά είδα τον κουνιάδο μου να θεραπεύεται και φίλοι και γείτονες μιλούσαν για θαύμα. Σκέφτηκα ότι αν γίνονταν πραγμα­τικά θαύματα τότε πρέπει να υπάρχει ένας Θεός που τα κάνει όλα αυτά, ένας ζωντανός Θεός, που είναι Παρών, που αγαπά και που ενδιαφέρεται για τα θνητά δημιουργήματα Του.

Η ιστορία με τον κουνιάδο μου ήταν απλή. Μια γυναίκα προσευχήθηκε γι’ αυτόν, μια απλή χωρική από ένα ορεινό χωριό. Προσευχήθηκε στον Κύριο Ιησού Χριστό στη διάλεκτο της ο Οποίος και κατάλαβε. «Ο Κύριος θα σε θεραπεύσει. Μόνο πίστευε», είχε πει στον κουνιάδο μου.

Οι γιατροί βέβαια  έκαναν ό,τι μπορούσαν αλλά η γνώση τους και η επιστήμη τους ήταν ανίσχυρη. Η θεραπεία του κουνιάδου μου έπρεπε να έρθει από την πίστη μιας απλής χωρικής της οποίας η πίστη μπορούσε να μετακινήσει βουνά.

Ξαφνιάστηκα. Παραξενεύτηκα. Δεν ήξερα ακόμη ότι ο Κύριος φανερώνει μερικές αλήθειες στους μικρούς και ταπεινούς και τις κρύβει από τους σοφούς και διανοούμενους. Σας είπα ότι η γυναίκα μου ήθελε να θεραπευτεί κι εγώ ο άπιστος είχα δει θαύμα με τα ίδια μου τα μάτια.

«Μακάριοι αυτοί που δεν είδαν και πίστεψαν» είχε πει ο Ιησούς στον Θωμά. Εγώ ήμουν ένας από τους πολλούς Θωμάδες που χρειάζονταν να δουν για να πιστέψουν. Υπάρχει στο κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο ένα σημαν­τικό γεγονός: Ο Ιωάννης ο Βαπτι­στής όταν ήταν στη φυλακή άρχισε να αμφιβάλλει για την πραγματική ταυτότητα του εξαδέλφου του, Ιησού από τη Ναζαρέτ.

Στους απεσταλμένους του Ιωάννη ο Ιησούς απάντησε ότι οι τυφλοί και κουφοί θεραπεύονται και ότι οι φτωχοί ευαγγελίζονται. Πρώτα τα θαύματα και μετά το Ευαγγέλιο. Πρώτα οι πράξεις και μετά τα λόγια. Ο Ιησούς γνώριζε την ψυχή του Βαπτιστή όπως γνωρίζει την ψυχή όλων των άπιστων Θωμάδων στον κόσμο. Έπρεπε να δω θαύμα για να αρχίσω να δέχομαι το Ευαγγέλιο, τα Καλά Νέα.

«Ξέρεις», είπα στη γυναίκα μου εκείνη την ημέρα, «νομίζω ότι υπάρχει ένας Γιατρός που μπορεί να σε θεραπεύσει». Η συνάντηση με τον Γιατρό ήταν την Κυριακή και για να Τον συναντήσουμε η γυναίκα μου κι εγώ πήγαμε σε μια εκκλησία όπου κηρυττόταν η αλήθεια της θείας θεραπείας. Το μήνυμα ήταν απλό και εύκολο να το καταλάβει κανείς, ιδιαίτερα για ανθρώπους σαν εμάς που ποτέ δεν είχαν πάει εκκλησία.

«Είδε πολύ κόσμο, τους σπλαχνίστηκε και θεράπευσε τους αρρώστους τους.» (Ματθαίος 14:14)

«Αυτός έλαβε τις ασθένειες μας και βάσταξε τις αρρώστιες μας.» (Ησαΐας 53:4)

«Με τις πληγές Του θεραπευτήκαμε.» (Ησαΐας 53:5)

Μόλις ο ποιμένας της εκκλησίας άρχισε να προσκαλεί τον κόσμο να πάει μπροστά για προσευχή η γυναίκα μου, χωρίς κανένα δισταγμό, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μπροστινό μέρος της εκκλησίας.

«Στο Όνομα του Ιησού, θεραπεύσου». Μια χαρά και βεβαιότητα που ξεπερνούσε τα όρια της ελπίδας διαπέρασε την καρδιά της.

Στο σπίτι, όταν πήγαμε, η πρώτη της δουλειά ήταν να πετάξει τα φάρμακα. Μετά έπεσε στα γόνατα και μέσα από την καρδιά της προσευχήθηκε στον Κύριο. «Κύριε, θεράπευσε με. Έχω δυο παιδιά να μεγαλώσω και τα οποία με χρειάζονται. Πρέπει να τα φροντίσω κι Εσύ είσαι Αυτός που μου τα εμπιστεύθηκε. Εγώ είμαι δική Σου και Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό.»

Εκείνο το βράδυ η γυναίκα μου κάθισε στο τραπέζι με μεγάλη όρεξη ξεχνώντας τη δίαιτα που ακολουθού­σε. Μετά πήγε στο κρεβάτι και κοιμήθηκε βαθιά όλη τη νύχτα χωρίς τη βοήθεια των υπνωτικών, κάτι που δεν είχε κάνει για 18 ολόκληρους μήνες. Δεν ήταν στιγμιαία η θεραπεία της όπως ήταν στην περίπτωση του κουνιάδου μου, αλλά σταδιακή, ημέρα με την ημέρα, η ασθένεια που τόσο τη βασάνιζε εξαφανίστηκε.

Τώρα η γυναίκα μου είχε θεραπευτεί. Είχα δει τη θεραπεία του κουνιάδου μου. Εγώ είχα συνοδεύ­σει την γυναίκα μου στα πόδια Εκείνου που μονάχα είναι η πηγή της θεραπείας και σωτηρίας. Τώρα η γυναίκα μου πίστεψε.

Παρόλα αυτά εξακολουθούσα να είμαι γεμάτος αμφιβολίες. Η γυναίκα μου είχε γονατίσει και προσευχηθεί: «Ιησού είμαι δική Σου», μια μεταβίβαση περιουσίας κατά κάποιο τρόπο! Για μένα, όμως, αυτό πήγαινε πολύ.

Είχα πάντοτε θεωρήσει τον εαυτό μου ως τον αρχηγό της ύπαρξης μου, τον πλοίαρχο του κα­ραβιού μου. Παρόλα αυτά ήμουν ανικανοποίητος, ανυπόμονος, πάντο­τε ψάχνοντας για κάτι, για κάποιον. Αλλά τώρα είχα συναντήσει Κάποιον δυο φορές ο Οποίος μου απέδειξε την αγάπη Του και τη δύναμη Του.

Η γυναίκα μου προσευχόταν για μένα. Η πεθερά μου πίστεψε κι αυτή και προσευχόταν για τον ισχυρο­γνώμων γαμπρό της, που αν και ήταν μάρτυρας της χάριτος του Θεού, παρόλα αυτά ήταν φυλακισμένος μέσα στην υπερηφάνεια του και δεν ήθελε να συνθηκολογήσει με τον Σωτήρα. Παρόλα αυτά η Βίβλος μάς λέει: «Η προσευχή του δικαίου εισακούεται.»

Μέσα στις σελίδες της Βίβλου, που είναι ο Λόγος του Θεού, ο Χριστός υποσχέθηκε στη γυναίκα μου ότι η σωτηρία ήταν για εκείνη και για ολόκληρη την οικογένεια της και ότι ο Χριστός είναι Αυτός που τηρά όλες τις υποσχέσεις Του. Εκείνο τον χρόνο, την Πεντηκοστή, η γυναίκα μου έλαβε το Άγιο Πνεύμα με την εξωτερική μαρτυρία της γλωσσολαλιάς.

Μερικές ημέρες αργότερα κυριολεκτικά με κατέλαβε η αγάπη του Γιου του Θεού. Γονάτισα μπροστά στον Κύριο και με περιέλουσε με τη θεία αγάπη Του. Όπως ο Θωμάς, έτσι κι εγώ αναφώνησα: «Ο Κύριος μου και ο Θεός μου.»

Αυτό ήταν για μένα το τέλος του παρελθόντος, η χαρούμενη πραγμα­τικότητα του σήμερα και η απαρχή της αιωνιότητας.

 

Ε.Τ.